Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ / CLUB'S HISTORY
Η ΑΕΚ Κοκκινιάς, ιδρύθηκε το 1977 στη συνοικία της Παλιάς Κοκκινιάς του Πειραιά.
Ο "Αθλητικός Σύλλογος ΑΕΚ Παλαιάς Κοκκινιάς" ιδρύθηκε από πρόσφυγες της εργατογειτονιάς του Πειραιά. Στην Παλιά Κοκκινιά, οι Κωνσταντινουπολίτες ίδρυσαν τον Σύλλογο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πειραϊκό ποδόσφαιρο.
Ο Σύλλογος, συγχωνεύτηκε με την Ένωση Παλ. Κοκκινιάς το 2002 και αδρανοποιήθηκε.
Επανιδρύθηκε το 2011 ως ΑΕΚ Κοκκινιάς, με μοναδικό τμήμα, αυτό του Ράγκμπυ Λιγκ.
Ο "Αθλητικός Σύλλογος ΑΕΚ Παλαιάς Κοκκινιάς" ιδρύθηκε από πρόσφυγες της εργατογειτονιάς του Πειραιά. Στην Παλιά Κοκκινιά, οι Κωνσταντινουπολίτες ίδρυσαν τον Σύλλογο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πειραϊκό ποδόσφαιρο.
Ο Σύλλογος, συγχωνεύτηκε με την Ένωση Παλ. Κοκκινιάς το 2002 και αδρανοποιήθηκε.
Επανιδρύθηκε το 2011 ως ΑΕΚ Κοκκινιάς, με μοναδικό τμήμα, αυτό του Ράγκμπυ Λιγκ.
Η ιστορία της γειτονιάς της Κοκκινιάς / History of Kokkinia neighborhood
Από την ιστοσελίδα του Δήμου Νικαιας-Αγ.Ιωάννη Ρέντη.
http://www.nikaia-rentis.gov.gr/
Ο διωγμός του 1922 είναι ένα μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, καθώς η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους χάραξαν -σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο- τις αιγαιακές ιστορικές εξελίξεις. Το Ελληνικό κράτος -για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων- δημιούργησε σ’ όλη την ελληνική επικράτεια πλήθος συνοικισμών στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών. Οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι κι οι πρόσφυγες της λοιπής Ανατολής είναι οι κάτοικοι της Νέας Κοκκινιάς, του προσφυγικού συνοικισμού που αναπτύχθηκε στην Αττική γη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και -ως πόλη- μετονομάστηκε, κατόπι, σε Νίκαια Αττικής. Η ιδιοτυπία της Νέας Κοκκινιάς συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, διαθέτουν ξεχωριστή νοοτροπία, ποικίλες ασχολίες κι ως συνδετικό κρίκο έχουν την ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη Πίστη.
Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923. Εκεί στεγάστηκαν 6.390 οικογένειες σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδός Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης, κ.ά.).
Η επίσημη απογραφή στις 15-5-1928 αναφέρει ότι στο συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς διαβιούσαν 33.332 ψυχές. Το 1936 ο πληθυσμός ανερχόταν στους 53.200 κατοίκους, δίνοντας στην πόλη την πέμπτη θέση στην ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ έγραφε την Κυριακή 9-10-1938 ότι ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς αποτελούσε την τρίτη πόλη της Αττικής μετά την Αθήνα και τον Πειραιά. Η ίδια εφημερίδα στις 25-2-1939 σημειώνει πως ο πληθυσμός της Κοκκινιάς ανέρχεται στους 75.000 κατοίκους, ενώ το 1940 αγγίζει τις 80.000. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το ανθρώπινο δυναμικό της Νίκαιας αριθμεί 93.086 κατοίκους. Η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρείται με το πέρας του χρόνου είναι φυσική κι αναμενόμενη εξαιτίας: α) της εγκατάστασης πλήθους νέων -εσωτερικών κι εξωτερικών- μεταναστών, β) της συνένωσης των Δήμων, οπότε το 2011 ο Δήμος Νίκαιας ενώνεται με το Δήμο Αγ. Ιωάννη Ρέντη υπό την κοινή ονομασία Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη. Ο συνοικισμός των προσφύγων της Κοκκινιάς, η μετέπειτα Νίκαια και ως εκ τούτου ο ενιαίος σήμερα Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη, μπορεί να θεωρηθεί ο μεγαλύτερος προσφυγικός Δήμος της Αττικής κι ο δεύτερος μεγάλος προσφυγογενής Δήμος -μετά τη Θεσσαλονίκη- στην Ελλάδα.
Υπάρχουν τρεις εκδοχές σχετικά με την ονομασία και την προέλευση του ονόματος Κοκκινιά. Η πρώτη εκδοχή, ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από το μηχανικό που έχτισε την Κοκκινιά -τον Δημήτρη Κόκκινο- δεν είναι ευσταθής, γιατί η περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι η Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της λόγω της ύπαρξης κοκκινοχώματος είναι, επίσης, αβάσιμη, γιατί το κόκκινο χώμα προερχόταν από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Δηλαβέρη, που το προμηθευόταν απ’ τη Χαλκίδα και το Μπογιάτι. Η επικρατέστερη άποψη είναι πως η Παλαιά Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της απ’ την προγενέστερη ονομασία της περιοχής “Κοκκινάδα”. Η Κοκκινάδα ήταν κατάφυτη από παπαρούνες, γεγονός που το μαρτυρούν όσοι ευτύχησαν να τη δουν κατακόκκινη κι έπαιξαν -ως παιδιά- με το πορφυρό άνθος της παπαρούνας, το οποίο χτυπώντας το με το χέρι έσκαγε κυριολεκτικά στην παλάμη τους.
Η απουσία έργων υποδομής, η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, η ανυπαρξία ηλεκτρικού ρεύματος, η λειψυδρία, τα κοινόχρηστα αρχικά αποχωρητήρια, η στενότητα των χώρων διαβίωσης, η σκόνη κι η λάσπη των δρόμων, η ανέχεια διαφοροποιούσαν κατά πολύ τη ζωή των προσφύγων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βιαίως κι ακουσίως τη γενέθλια γη, με όλα τα καλά που τους παρείχε: ασφάλεια, άνεση, κατοικία, κοινωνικό περίγυρο, εργασία. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς βίωσαν τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα. Οι επιδημίες θέριζαν τις παράγκες, ενώ τα συσσίτια κράταγαν μόλις και μετά βίας τους ανθρώπους στη ζωή. Η λειψυδρία θεωρείτο το μέγιστο των προβλημάτων. Το δίκτυο του νερού έφτασε στην Κοκκινιά το 1936, ενώ μέχρι τότε ο συνοικισμός βολευόταν μ’ ένα αυτοσχέδιο πηγάδι που είχαν σκάψει οι κάτοικοι και με το νερό που προμηθευόταν από τους νερουλάδες του Πόρου. Η έλλειψη υγειονομικής φροντίδας στα δημόσια ουρητήρια και τα στάσιμα νερά εξόντωναν βιολογικά τους κατοίκους της πόλης, που υπέφεραν από τη φυματίωση, τη μάστιγα του ελληνικού μεσοπολέμου. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσεται κι επιτυγχάνεται η ανασύσταση της κοινωνικής ζωής, η οποία στηρίζεται βασικά στην επιχειρηματικότητα των προσφύγων και στον ανυποχώρητα μάχιμο χαρακτήρα τους. Με νύχια και με δόντια πάλεψαν οι πρόσφυγες -σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο- για να επιβιώσουν, ενώ με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσαν να εξευγενίσουν τη ζωή της ξενιτιάς, δίνοντας πνοή, χρώμα, γεύση και νόημα στον τόπο που ήταν γραφτό να γίνει η νέα τους πατρίδα.
Η αναδιοργάνωση της ζωής στον προσφυγικό συνοικισμό συνδυάζει την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό του παρελθόντος, αυτόν που κουβάλησαν οι πρόσφυγες απ΄ τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Έτσι, η ζωή στην Κοκκινιά χαρακτηρίζεται από το ήθος, τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, την κουλτούρα, την επιχειρηματικότητα, την εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, τον αναβαθμισμένο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή. Η Κοκκινιά συνιστά ένα παράδειγμα γρήγορης υλοποίησης αυτών των πολιτισμικών αποταμιευμάτων, γιατί από νωρίς η πληθυσμιακή πυκνότητα των κατοίκων δημιούργησε την υλική βάση για την πλοκή των αστικών σχέσεων. Η επιχειρηματικότητα των προσφύγων εκδηλώνεται με πλήθος επιχειρηματικών δράσεων. Κορυφαία ενασχόλησή τους είναι η ταπητουργία. Η αγορά αποτελεί, επίσης, έναν κόμβο ανταλλαγών όπου αποδεικνύονται εμπράκτως η γνώση, η ευρυμάθεια και το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων, οι οποίοι εργάζονται συστηματικά την ημέρα και διασκεδάζουν το βράδυ, εκτονώνοντας -μέσω διαφόρων μορφών τέχνης- τον καθημερινό μόχθο και κάματο.
Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές και προσπαθούσαν να τις ενσωματώσουν οι πρόσφυγες στο νέο τρόπο ζωής τους. Η μνήμη λειτουργεί ως μέσο πολιτισμικής επιβίωσης. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα τοπικά χαρακτηριστικά, η συνάρτηση της τοπικής και της θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι απ’ όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή. Η πολυπληθής προσφυγούπολη -με τους λασπωμένους χωματόδρομους, το συνωστισμό των πλινθόκτιστων σπιτιών, την έλλειψη νερού, την ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου, την καθημερινή μάχη για το μεροκάματο- δεν έπαψε να γελά και να διασκεδάζει, γιατί μόνον έτσι ήξερε να ζει. Όσο περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες τόσο περισσότερο επιζητούσαν την εκτόνωση σαν γιατρικό στις αντιξοότητες της ζωής. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε απ’ τον προσφυγικό συνοικισμό. Οι πρόσφυγες είχαν μάθει να τα έχουν όλα και διεκδικούσαν τα πάντα. Έτσι, έφτιαξαν εκ του μηδενός τα σπίτια τους, έχτισαν εξαρχής τις εκκλησιές τους, δημιούργησαν τους ζωτικούς πυρήνες της πόλης, όπου δέσποζαν τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους: η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο αθλητισμός.
Οι πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν οργανωμένο αθλητισμό (στίβο, ποδόσφαιρο, αθλητικούς ομίλους, λέσχες, γήπεδα, γυμναστήρια), τον οποίο αναδημιούργησαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς ανασυγκροτώντας τις αθλητικές τους δυνάμεις. Ο αθλητισμός -ιδιαιτέρως το ποδόσφαιρο- παίρνει μαζικές διαστάσεις στην Κοκκινιά. Από νωρίς εμφανίζονται πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Σημαντικότεροι είναι: η ΑΜΥΝΑ, που ιδρύθηκε το 1924 στην Παλιά Κοκκινιά και στελεχώθηκε από το έμψυχο δυναμικό της Παλιάς και της Νέας Κοκκινιάς, ενώ ακολούθησαν πλήθος άλλοι: η ΙΩΝΙΑ κι η ΒΙΘΥΝΙΑ, οι οποίες το 1927 συγχωνεύτηκαν στην επωνυμία ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΕΦΗΒΟΣ, ο ΑΡΗΣ (ο μετέπειτα ΙΩΝΙΚΟΣ μετά τη συγχώνευσή του το 1965 με τον ΑΕΝ), ο ΠΑΜΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣπου εμφανίστηκε το 1928, ο ΗΡΑΚΛΗΣ το 1929 κ.ά.. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλάνες ήταν τα πρώτα προσφυγικά γήπεδα, τα οποία μορφοποιήθηκαν κατόπι σε κατάλληλους αγωνιστικούς ποδοσφαιρικούς χώρους. Η ΑΜΥΝΑ, η ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΑΡΗΣ ήταν οι σύλλογοι που διέπρεψαν αρχικά σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια κατόρθωσαν να γίνουν αναγνωρισμένα σωματεία λαμβάνοντας μέρος στο πρωτάθλημα της Γ΄ Κατηγορίας Πειραιώς και σ’ ανώτερες κατηγορίες κατόπι. Με τους εν λόγω συλλόγους ασχολήθηκαν σε διοικητικό επίπεδο σημαντικοί τοπικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα να γίνουν τ’ αθλητικά αυτά σωματεία κόμβοι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους διοργάνωναν χορούς και πραγματοποιούσαν εκδρομές ανά την Ελλάδα. Έτσι, ο αθλητισμός κι η φυσιολατρία συμπορεύτηκαν κι εντάχθηκαν στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων της Κοκκινιάς, ανασυγκροτώντας κι αναβαθμίζοντας τη ζωή των κατοίκων της. Από το 1935 η Δημοτική Αρχή σχεδίασε τη δημιουργία δημοτικών γηπέδων, ενώ το 1938 θεμελιώθηκε -μετά από μελέτη του Υπουργείου Παιδείας- οργανωμένο γυμναστήριο στην πόλη: το Αθλητικό Στάδιο Νέας Κοκκινιάς. Το 1936 ιδρύθηκε ο Ορειβατικός, Φυσιολατρικός Όμιλος Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), ο οποίος συγκέντρωσε πλήθος μελών, αποτελώντας έναν από τους ιστορικούς συλλόγους της πόλης, με πλούσια δράση στον κοινωνικό κι εθνικό τομέα, αφού λέγεται πως εκεί ξεκίνησε το ΕΑΜικό κίνημα της Κοκκινιάς την περίοδο 1941-1944. Με την αλλαγή του ονόματος της πόλης από Κοκκινιά σε Νίκαια γίνεται και η μετονομασία του ΟΦΟΚ σε ΟΦΟΝ. Με το φυσιολατρικό αυτό σύλλογο οι Κοκκινιώτες ταξίδεψαν -σαν μια συντροφιά- σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς υπαγόταν διοικητικά -μέχρι το Δεκέμβρη του 1933- στο Δήμο Πειραιώς. Τον Ιανουάριο του 1934 αναγνωρίσθηκε ως Δήμος Νέας Κοκκινιάς (Φ.Ε.Κ. 22) και πρώτος Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Στυλιανός Κοραής. Τα όρια του Δήμου, με βάση τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου 315/1-6-1939, ήταν: Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Κοινότητα Αιγάλεω, Καραβάς Α΄-Β΄-Γ΄-Δ΄. Το 1935, με Διάταγμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Φ.Ε.Κ. 208) αναγνωρίσθηκε η οδός Π. Ράλλη σ’ εθνική οδό. Η οδός άρχισε να κατασκευάζεται το 1937 και διέσχιζε τις περιοχές Ρουφ-Νέα Κοκκινιά-Πέραμα. Το 1939 ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για τη μετονομασία της πόλης, η οποία από Νέα Κοκκινιά ονομάστηκε Νίκαια (Φ.Ε.Κ. 271/1940 τεύχος Β), μετά την επικράτηση της σχετικής πρότασης του Ιωάννη Μελά, δικηγόρου, βουλευτή κι αργότερα Υπουργού, καταγόμενου από τη Βιθυνία. Την πρόταση Μελά προσυπέγραψαν ο Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Βέης, πολλοί Ακαδημαϊκοί, άνθρωποι της Επιστήμης και των Γραμμάτων, καθώς κι εβδομήντα Κοκκινιώτες που ζούσαν ανά την Ελλάδα. Η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου με παμψηφία υποστήριξε την ονομασία αυτή, μεταξύ των ονομάτων πολλών άλλων μικρασιατικών πόλεων. Το 1935 μετονομάστηκε η περιοχή των Γερμανικών σε Κρήνη και του Καραβά σε Νεάπολη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ. Οι διεθνείς συγκυρίες έβαλαν σε νέες δοκιμασίες τη χώρα. Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κοκκινιά, πριν καλά-καλά ανασάνει από τον πόνο του ξεριζωμού και προτού ολοκληρώσει την προσπάθεια ν’ αναστήσει μες στα ερείπια της προσφυγιάς το συγκροτημένο της πρόσωπο, μάτωσε ξανά και μάλιστα με τρόπο απερίγραπτα τραγικό. Αυτά μαρτυρούν τα γεγονότα της Κατοχής κι η πάνδημη συμμετοχή της πόλης στον αντιστασιακό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας και την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιωμάτων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ. Το πλήγμα που υφίσταται η Ελλάδα την περίοδο του 1940 είναι διπλό. Αφενός προσπαθεί ν’ αποκρούσει την ιταλική επίθεση, αφετέρου δέχεται την εισβολή του γερμανικού ναζισμού και υφίσταται τις ολέθριες συνέπειες ενός παράλογου πολέμου. Στο μέτωπο τα στρατεύματα αντιστέκονται σθεναρά πληρώνοντας βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος, ενώ -μετά την κατάρρευση του μετώπου και την εισβολή των Γερμανών- στις πόλεις ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Η αντίσταση είναι η μόνη διέξοδος στην οδυνηρή πολιτική και οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Για το λόγο αυτό σύντομα δημιουργούνται μικρές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως η Εθνική Αλληλεγγύη, που έχουν υποστηρικτικό ρόλο στην επιτακτική ανάγκη του επισιτισμού.
Το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) κατάφερε -σε εθνική πλέον κλίμακα- να ενώσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και να τροφοδοτήσει τ’ όραμα της ελεύθερης Ελλάδας. Από τα σπλάχνα του ΕΑΜ ξεπήδησε το ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Σκοπός του λαϊκού στρατού ήταν η απελευθέρωση της χώρας απ’ τους ξένους κατακτητές, η περιφρούρηση των κατακτήσεων του λαού, η προάσπιση των ελευθεριών του, η εξασφάλιση της τάξης μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, έτσι ώστε ο λαός να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη βούλησή του. Το ένοπλο λαϊκό μέτωπο προξένησε τρομερές καταστροφές στους κατακτητές κι απασχόλησε συστηματικά 10 γερμανικές μεραρχίες, οι οποίες στόχευαν στη διάλυσή του.
Το ΕΑΜ συσπείρωσε τους Έλληνες κι αποτέλεσε τη σημαντικότερη αντιστασιακή οργάνωση την περίοδο της Κατοχής. Στο σώμα του ΕΑΜ και στο στρατό του ΕΛΑΣ εντάχτηκαν αγωνιστές κάθε ηλικίας που επιθυμούσαν την απελευθέρωση της πατρίδας και την προκοπή του τόπου. Πολέμιοι των αντιστασιακών κινημάτων ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας κι οι ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών.
Στην Κοκκινιά έλαχε να γραφτούν κάποιες καίριες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης την περίοδο της Κατοχής. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο της πόλης αποτελούν δυο αιματηρά κεφάλαια απαράμιλλης γενναιότητας, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η επιλογή της Κοκκινιάς για την εφαρμογή του Μπλόκου δεν ήταν τυχαία, αφού η πόλη τα χρόνια εκείνα συμμετείχε ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο λαός -σχεδόν στο σύνολό του- είχε οργανωθεί στην Εθνική Αντίσταση. Το ΕΑΜ Κοκκινιάς ήταν η πιο ισχυρή μαζική οργάνωση από τις τέσσερις που διέθετε το ΕΑΜ σ’ ολόκληρη την περιοχή του Πειραιά. Επιπροσθέτως, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα κι Αιτωλικού έδρασε το παράνομο τυπογραφείο της Κοκκινιάς, το οποίο στήθηκε στην πόλη την άνοιξη του 1943.
Τα μπλόκα που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της Γερμανοφασιστικής Κατοχής ήταν καλά σχεδιασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις -με σαφή στρατιωτική οργάνωση- κι έλαβαν χώρα σε συνοικίες που είχαν αναπτυγμένη αντιστασιακή δράση, βαθιές ιδεολογικές ρίζες και ισχυρές ψυχικές αντοχές. Σκοπός των μπλόκων ήταν ν’ αποδυναμώσουν το αντιστασιακό κίνημα, να εξασθενήσουν την επιρροή του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ στο λαό, να στρέψουν τους πολίτες ενάντια στην οργανωμένη αντίσταση. Τα μπλόκα αποδείχτηκε πως ήταν ισοδύναμα των αντίποινων, μια συστηματική μέθοδος εκφοβισμού του λαού σε πανελλήνιο επίπεδο. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο είναι τα δυο κορυφαία ιστορικά γεγονότα της πόλης την περίοδο της Κατοχής.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ 4-8 Μάρτη 1944
Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση. Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη. Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944 η Κοκκινιά, η προσφυγούπολη του Πειραιά, βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας που ασκήθηκε στο λαό της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν στην πόλη.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας το αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς. Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι. Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.
Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για την Κοκκινιά, γιατί αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της. Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.
Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν στη Μάχη της Κοκκινιάς.
ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944
Οι ακρότητες των Γερμανικών Αρχών αυξήθηκαν δραματικά -κατά το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής- καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης κι οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν πλέον για να ελέγχουν τη χώρα. Οι γερμανικές εκθέσεις συχνά επισήμαιναν ότι το αντιστασιακό κίνημα δεν θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί χωρίς τη συμπάθεια και την υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού. Στα έγγραφά τους αναφέρουν χαρακτηριστικά πως: «ο πληθυσμός αυτός είναι απολύτως συνένοχος για τις γερμανικές απώλειες». Με βάση το σκεπτικό αυτό έπρεπε -ιδίως στα “κέντρα του συμμοριτισμού”- να θεωρηθεί ο λαός εχθρικός και να τύχει ανάλογης μεταχείρισης. Αυτό το απλουστευτικό σχήμα “νομιμοποιούσε” στα μάτια των Γερμανών αξιωματούχων και στρατιωτών τα συλλογικά αντίποινα και διέλυε τους όποιους ενδοιασμούς είχαν οι διοικούντες για τις επιθέσεις ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Εκτός από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις των κατακτητών στα Καλάβρυτα (13-12-1943) και στο Δίστομο (10-6-1944), που κατέληξαν σε ολοκαύτωμα, ανάλογες επιθέσεις αντιμετώπισε και το αντάρτικο των πόλεων με τα περιβόητα “μπλόκα” στην Κοκκινιά και σ’ άλλες εργατικές συνοικίες.
Από το Μάρτη του 1944 -που έγινε η Μάχη της Κοκκινιάς- μέχρι το Μπλόκο, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, η Κοκκινιά προετοιμαζόταν για μιαν απαράμιλλη σε βαναυσότητα αιματηρή θυσία. Οι ταγματασφαλίτες πραγματοποιούσαν “μπλόκα” στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, προκειμένου να εντοπίσουν τους Κοκκινιώτες αντάρτες. Οι αντιστασιακές οργανώσεις έδωσαν εντολή στα στελέχη τους να διαμένουν τις νύχτες εκτός Κοκκινιάς. Η καθημερινότητα χαλάρωσε, όμως, την ετοιμότητα των κατοίκων, οι οποίοι -παρά την εγρήγορση- βρέθηκαν ουσιαστικά απροετοίμαστοι για το μεγάλο φονικό της 17ης Αυγούστου.
Στις 15 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί επιχειρούν να μπουν από τα Μανιάτικα του Πειραιά στο νότιο μέρος της Κοκκινιάς, οπότε γίνονται αντιληπτοί από το λαό και τις αντιστασιακές οργανώσεις. Η αναχαίτισή τους αρχίζει αμέσως και καταλήγει σε πολύωρες οδομαχίες. Σε πρώτη φάση -παρά την ανισομέρεια μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των Γερμανών- καταφέρνουν οι Κοκκινιώτες σύσσωμοι με τους αντάρτες ν’ αναχαιτίσουν τον εχθρό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ριπές πολυβόλων, φωτοβολίδες και όλμοι δίνουν το σύνθημα ότι αρχίζει πολυμέτωπη επίθεση στην πόλη. Οι μάχες διαδραματίζονται σ’ όλες τις γειτονιές της Κοκκινιάς, ενώ τα μέτωπα των συγκρούσεων συγκλίνουν στο κέντρο της. Η υπεροπλία των Γερμανών και η συνεργασία των ντόπιων δωσίλογων καταλήγουν στη σύλληψη των πρώτων αιχμαλώτων και τη μεταφορά τους με φορτηγά στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Προς το ξημέρωμα της 17ης Αυγούστου, κοντά στις 2:30΄ το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής εξόντωσης που θα κορυφωθεί όταν ανέβει ο ήλιος. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές: Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί, Ρέντη, Κερατσίνι, Φάληρο, Πειραιά. Ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω από την πόλη, στην οποία καταφθάνει μαζί με τους κατακτητές και το μηχανοκίνητο τμήμα του δωσίλογου Ν. Μπουραντά. Την ώρα που ο κόσμος κοιμάται, 3.000 Γερμανοί κι Έλληνες ταγματασφαλίτες εισβάλλουν βαριά οπλισμένοι στην Κοκκινιά.
Μετά τις 6:00΄ ακούγονται τα χωνιά των ταγματασφαλιτών: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άντρες από 14 έως 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός κυριαρχεί παντού. Οι στέγες, οι καταπακτές και τα πηγάδια αποτελούν τις κρυψώνες των αρρένων Κοκκινιωτών. Οι πόρτες των φτωχικών παραγκόσπιτων γκρεμίζονται με υποκόπανους, ενώ οι αγωνιστές σέρνονται με κλωτσιές και βρισιές στον τόπο του μαρτυρίου. Όσοι δεν υπακούν την εντολή εκτελούνται επιτόπου στα σπίτια τους. Η αντίσταση των ΕΛΑΣιτών πνίγεται στο αίμα.
Γύρω στις 8:00΄ η πλατεία της Οσίας Ξένης κι οι γύρω δρόμοι ξεχειλίζουν από κόσμο. Χιλιάδες άτομα συγκεντρώνονται και χωρίζονται σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κουκουλοφόροι να υποδεικνύουν ποιος θα θανατωθεί. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι μες στον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο. Αρκετοί λιποθυμούν κι εναγωνίως ζητούν λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους για να τους προσφέρουν νερό κακοποιούνται μπροστά σε όλους. Στην πλατεία οι κουκουλοφόροι προδότες ξεδιαλέγουν τους -προς εκτέλεση- μελλοθάνατους. Ο τόπος της εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης στη μάντρα ενός ταπητουργείου, στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θείρων. Ο Γερμανός δήμιος που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη Μάντρα πίνει ούζο κι εκτελεί αναφωνώντας «άλλε (alle) κόμμουνιστ καπούτ» (όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν). Η φράση αυτή μαρτυρά το μένος των Γερμανών και των συνεργατών τους για τους κομμουνιστές, ενάντια στους οποίους έστρεψαν πρωτίστως την οργή τους, γιατί αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της Αντίστασης. Η εικόνα είναι αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα τσουβαλιασμένα το ένα πάνω στ’ άλλο και το αίμα δυο πήχες να γλείφει το δάπεδο. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Καθώς παλεύουν με τα κουφάρια για να βρουν τα πολύτιμα αντικείμενα πέφτουν ξέπνοοι από τα γερμανικά πολυβόλα.
Μια ομάδα ανταρτών -με επικεφαλής την ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη- κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης στα σπίτια συναγωνιστών. Η περιοχή ζώνεται από τους Γερμανούς στις φλόγες. Από τα 90 σπίτια καίγονται ολοσχερώς τα 80 στη συνοικία του 4ου Καραβά που ονομάζεται Καμένα. Το κρησφύγετο της ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ -όπου συμμετείχε η Κουμπάκη- αποκαλύπτεται, η αντάρτισσα συλλαμβάνεται κι οδηγείται με άγριο ξυλοδαρμό στη Μάντρα, όπου θ’ αφήσει αγέρωχη την τελευταία πνοή της.
Η αυλαία της τραγωδίας κλείνει γύρω στις 18:00΄ με το ξεδιάλεγμα 8.000 ομήρων. Η πόλη μυρίζει θάνατο. Η Κοκκινιά μετρά τους νεκρούς της, οι οποίοι ξεπερνούν τους 148. Στη Μάντρα του Μπλόκου εκτελέστηκαν εκείνη την ημέρα 72 άντρες -τα ονόματα των οποίων έγιναν εκ των υστέρων γνωστά- και δυο γυναίκες, η Διαμάντω Κουμπάκη και η Αθηνά Μαύρου. Την επαύριον ο λαός της Κοκκινιάς πενθεί και ξεπλένει τ’ ανεξίτηλα σημάδια του αίματος με συνεχή αντίσταση. Η αντιπαράθεση με τον ξένο κατακτητή και τα ντόπια φερέφωνά του αποτελεί την αγωνιστική παρακαταθήκη του λαού της Κοκκινιάς, που πλήρωσε βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος στο ιστορικά αλησμόνητο Μπλόκο της πόλης.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι θύματα υπήρξαν και στο σαρανταήμερο μνημόσυνο των νεκρών του Μπλόκου, όταν οι Γερμανοί χτύπησαν- από το πολυβολείο που έστησαν στον Καραβά- αθώους πολίτες που βρίσκονταν στην πλατεία μετά την επιμνημόσυνη δέηση στο Ναό της Οσίας Ξένης.
Η απελευθέρωση ήρθε λίγο αργότερα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 ξημέρωσε η μέρα της λευτεριάς. Μετά από τρεισήμισι χρόνια σκλαβιάς και θυσιών ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους για να γιορτάσει τη δική του Ανάσταση, αφού πρώτα υπέστη τη σταύρωση στα πρόσωπα τόσων αδικοχαμένων πατριωτών αγωνιστών.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%AC_%CE%9A%CE%BF%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%ACΠαλαιά Κοκκινιά
Η Παλαιά Κοκκινιά είναι προσφυγική περιοχή του Πειραιά, συνορεύει με την συνοικία των Καμινίων, δυτικά και βόρεια με τη Νίκαια και ανατολικά με τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Η συνοικία αυτή είναι ταυτισμένη με τη ζωή των ναυτικών αλλά και με εργατικές οικογένειες διαφόρων επαγγελμάτων. Εκεί στεγάζονται τα πρώην στρατόπεδα «Σακελλίωνα» 31 στρεμμάτων και «Παπαδογεώργη» 12 στρεμμάτων στα οποία θα δημιουργηθούν στο μέλλον χώροι πρασίνου και αθλητικές εγκαταστάσεις.
Η Κοκκινιά αρχικά ονομαζόταν "Κοκκινάδα", όπως αναφέρεται και σε σχετικό τοπογραφικό χάρτη των τελών του 19ου αιώνα. Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας "Κοκκινάδα", υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οφείλεται στο το χαρακτηριστικό ερυθρό χρώμα του εδάφους της περιοχής ενώ υπάρχει και η άποψη ότι ο όρος "Κοκκινάδα" προέκυψε λόγω των κατάφυτων με παπαρούνες αγρών της περιοχής.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία της Παλαιάς Κοκκινιάς είναι ο μικρός ορθόδοξος βυζαντινού τύπου ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, ο οποίος οικοδομήθηκε την περίοδο 1867-1869,επί δημαρχίας Δημητρίου Μουτζόπουλου. Σήμερα το μικρό αυτό εκκλησάκι βρίσκεται στο μέσον της ομώνυμης πλατείας που σχηματίζεται επί των οδών Θηβών, Αγίων Αναργύρων και Αγρινίου ενώ επί της ιδίας πλατείας έχει οικοδομηθεί ο νέος ιερός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα. Για τους κατοίκους της συνοικίας, το αρχικό ξωκλήσι είναι γνωστό με την λαϊκή ονομασία "Αγία Σωτήρα".
http://www.nikaia-rentis.gov.gr/
Ο διωγμός του 1922 είναι ένα μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, καθώς η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους χάραξαν -σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο- τις αιγαιακές ιστορικές εξελίξεις. Το Ελληνικό κράτος -για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων- δημιούργησε σ’ όλη την ελληνική επικράτεια πλήθος συνοικισμών στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών. Οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι κι οι πρόσφυγες της λοιπής Ανατολής είναι οι κάτοικοι της Νέας Κοκκινιάς, του προσφυγικού συνοικισμού που αναπτύχθηκε στην Αττική γη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και -ως πόλη- μετονομάστηκε, κατόπι, σε Νίκαια Αττικής. Η ιδιοτυπία της Νέας Κοκκινιάς συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, διαθέτουν ξεχωριστή νοοτροπία, ποικίλες ασχολίες κι ως συνδετικό κρίκο έχουν την ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη Πίστη.
Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923. Εκεί στεγάστηκαν 6.390 οικογένειες σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδός Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης, κ.ά.).
Η επίσημη απογραφή στις 15-5-1928 αναφέρει ότι στο συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς διαβιούσαν 33.332 ψυχές. Το 1936 ο πληθυσμός ανερχόταν στους 53.200 κατοίκους, δίνοντας στην πόλη την πέμπτη θέση στην ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ έγραφε την Κυριακή 9-10-1938 ότι ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς αποτελούσε την τρίτη πόλη της Αττικής μετά την Αθήνα και τον Πειραιά. Η ίδια εφημερίδα στις 25-2-1939 σημειώνει πως ο πληθυσμός της Κοκκινιάς ανέρχεται στους 75.000 κατοίκους, ενώ το 1940 αγγίζει τις 80.000. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το ανθρώπινο δυναμικό της Νίκαιας αριθμεί 93.086 κατοίκους. Η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρείται με το πέρας του χρόνου είναι φυσική κι αναμενόμενη εξαιτίας: α) της εγκατάστασης πλήθους νέων -εσωτερικών κι εξωτερικών- μεταναστών, β) της συνένωσης των Δήμων, οπότε το 2011 ο Δήμος Νίκαιας ενώνεται με το Δήμο Αγ. Ιωάννη Ρέντη υπό την κοινή ονομασία Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη. Ο συνοικισμός των προσφύγων της Κοκκινιάς, η μετέπειτα Νίκαια και ως εκ τούτου ο ενιαίος σήμερα Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη, μπορεί να θεωρηθεί ο μεγαλύτερος προσφυγικός Δήμος της Αττικής κι ο δεύτερος μεγάλος προσφυγογενής Δήμος -μετά τη Θεσσαλονίκη- στην Ελλάδα.
Υπάρχουν τρεις εκδοχές σχετικά με την ονομασία και την προέλευση του ονόματος Κοκκινιά. Η πρώτη εκδοχή, ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από το μηχανικό που έχτισε την Κοκκινιά -τον Δημήτρη Κόκκινο- δεν είναι ευσταθής, γιατί η περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι η Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της λόγω της ύπαρξης κοκκινοχώματος είναι, επίσης, αβάσιμη, γιατί το κόκκινο χώμα προερχόταν από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Δηλαβέρη, που το προμηθευόταν απ’ τη Χαλκίδα και το Μπογιάτι. Η επικρατέστερη άποψη είναι πως η Παλαιά Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της απ’ την προγενέστερη ονομασία της περιοχής “Κοκκινάδα”. Η Κοκκινάδα ήταν κατάφυτη από παπαρούνες, γεγονός που το μαρτυρούν όσοι ευτύχησαν να τη δουν κατακόκκινη κι έπαιξαν -ως παιδιά- με το πορφυρό άνθος της παπαρούνας, το οποίο χτυπώντας το με το χέρι έσκαγε κυριολεκτικά στην παλάμη τους.
Η απουσία έργων υποδομής, η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, η ανυπαρξία ηλεκτρικού ρεύματος, η λειψυδρία, τα κοινόχρηστα αρχικά αποχωρητήρια, η στενότητα των χώρων διαβίωσης, η σκόνη κι η λάσπη των δρόμων, η ανέχεια διαφοροποιούσαν κατά πολύ τη ζωή των προσφύγων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βιαίως κι ακουσίως τη γενέθλια γη, με όλα τα καλά που τους παρείχε: ασφάλεια, άνεση, κατοικία, κοινωνικό περίγυρο, εργασία. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς βίωσαν τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα. Οι επιδημίες θέριζαν τις παράγκες, ενώ τα συσσίτια κράταγαν μόλις και μετά βίας τους ανθρώπους στη ζωή. Η λειψυδρία θεωρείτο το μέγιστο των προβλημάτων. Το δίκτυο του νερού έφτασε στην Κοκκινιά το 1936, ενώ μέχρι τότε ο συνοικισμός βολευόταν μ’ ένα αυτοσχέδιο πηγάδι που είχαν σκάψει οι κάτοικοι και με το νερό που προμηθευόταν από τους νερουλάδες του Πόρου. Η έλλειψη υγειονομικής φροντίδας στα δημόσια ουρητήρια και τα στάσιμα νερά εξόντωναν βιολογικά τους κατοίκους της πόλης, που υπέφεραν από τη φυματίωση, τη μάστιγα του ελληνικού μεσοπολέμου. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσεται κι επιτυγχάνεται η ανασύσταση της κοινωνικής ζωής, η οποία στηρίζεται βασικά στην επιχειρηματικότητα των προσφύγων και στον ανυποχώρητα μάχιμο χαρακτήρα τους. Με νύχια και με δόντια πάλεψαν οι πρόσφυγες -σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο- για να επιβιώσουν, ενώ με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσαν να εξευγενίσουν τη ζωή της ξενιτιάς, δίνοντας πνοή, χρώμα, γεύση και νόημα στον τόπο που ήταν γραφτό να γίνει η νέα τους πατρίδα.
Η αναδιοργάνωση της ζωής στον προσφυγικό συνοικισμό συνδυάζει την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό του παρελθόντος, αυτόν που κουβάλησαν οι πρόσφυγες απ΄ τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Έτσι, η ζωή στην Κοκκινιά χαρακτηρίζεται από το ήθος, τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, την κουλτούρα, την επιχειρηματικότητα, την εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, τον αναβαθμισμένο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή. Η Κοκκινιά συνιστά ένα παράδειγμα γρήγορης υλοποίησης αυτών των πολιτισμικών αποταμιευμάτων, γιατί από νωρίς η πληθυσμιακή πυκνότητα των κατοίκων δημιούργησε την υλική βάση για την πλοκή των αστικών σχέσεων. Η επιχειρηματικότητα των προσφύγων εκδηλώνεται με πλήθος επιχειρηματικών δράσεων. Κορυφαία ενασχόλησή τους είναι η ταπητουργία. Η αγορά αποτελεί, επίσης, έναν κόμβο ανταλλαγών όπου αποδεικνύονται εμπράκτως η γνώση, η ευρυμάθεια και το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων, οι οποίοι εργάζονται συστηματικά την ημέρα και διασκεδάζουν το βράδυ, εκτονώνοντας -μέσω διαφόρων μορφών τέχνης- τον καθημερινό μόχθο και κάματο.
Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές και προσπαθούσαν να τις ενσωματώσουν οι πρόσφυγες στο νέο τρόπο ζωής τους. Η μνήμη λειτουργεί ως μέσο πολιτισμικής επιβίωσης. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα τοπικά χαρακτηριστικά, η συνάρτηση της τοπικής και της θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι απ’ όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή. Η πολυπληθής προσφυγούπολη -με τους λασπωμένους χωματόδρομους, το συνωστισμό των πλινθόκτιστων σπιτιών, την έλλειψη νερού, την ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου, την καθημερινή μάχη για το μεροκάματο- δεν έπαψε να γελά και να διασκεδάζει, γιατί μόνον έτσι ήξερε να ζει. Όσο περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες τόσο περισσότερο επιζητούσαν την εκτόνωση σαν γιατρικό στις αντιξοότητες της ζωής. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε απ’ τον προσφυγικό συνοικισμό. Οι πρόσφυγες είχαν μάθει να τα έχουν όλα και διεκδικούσαν τα πάντα. Έτσι, έφτιαξαν εκ του μηδενός τα σπίτια τους, έχτισαν εξαρχής τις εκκλησιές τους, δημιούργησαν τους ζωτικούς πυρήνες της πόλης, όπου δέσποζαν τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους: η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο αθλητισμός.
Οι πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν οργανωμένο αθλητισμό (στίβο, ποδόσφαιρο, αθλητικούς ομίλους, λέσχες, γήπεδα, γυμναστήρια), τον οποίο αναδημιούργησαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς ανασυγκροτώντας τις αθλητικές τους δυνάμεις. Ο αθλητισμός -ιδιαιτέρως το ποδόσφαιρο- παίρνει μαζικές διαστάσεις στην Κοκκινιά. Από νωρίς εμφανίζονται πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Σημαντικότεροι είναι: η ΑΜΥΝΑ, που ιδρύθηκε το 1924 στην Παλιά Κοκκινιά και στελεχώθηκε από το έμψυχο δυναμικό της Παλιάς και της Νέας Κοκκινιάς, ενώ ακολούθησαν πλήθος άλλοι: η ΙΩΝΙΑ κι η ΒΙΘΥΝΙΑ, οι οποίες το 1927 συγχωνεύτηκαν στην επωνυμία ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΕΦΗΒΟΣ, ο ΑΡΗΣ (ο μετέπειτα ΙΩΝΙΚΟΣ μετά τη συγχώνευσή του το 1965 με τον ΑΕΝ), ο ΠΑΜΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣπου εμφανίστηκε το 1928, ο ΗΡΑΚΛΗΣ το 1929 κ.ά.. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλάνες ήταν τα πρώτα προσφυγικά γήπεδα, τα οποία μορφοποιήθηκαν κατόπι σε κατάλληλους αγωνιστικούς ποδοσφαιρικούς χώρους. Η ΑΜΥΝΑ, η ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΑΡΗΣ ήταν οι σύλλογοι που διέπρεψαν αρχικά σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια κατόρθωσαν να γίνουν αναγνωρισμένα σωματεία λαμβάνοντας μέρος στο πρωτάθλημα της Γ΄ Κατηγορίας Πειραιώς και σ’ ανώτερες κατηγορίες κατόπι. Με τους εν λόγω συλλόγους ασχολήθηκαν σε διοικητικό επίπεδο σημαντικοί τοπικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα να γίνουν τ’ αθλητικά αυτά σωματεία κόμβοι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους διοργάνωναν χορούς και πραγματοποιούσαν εκδρομές ανά την Ελλάδα. Έτσι, ο αθλητισμός κι η φυσιολατρία συμπορεύτηκαν κι εντάχθηκαν στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων της Κοκκινιάς, ανασυγκροτώντας κι αναβαθμίζοντας τη ζωή των κατοίκων της. Από το 1935 η Δημοτική Αρχή σχεδίασε τη δημιουργία δημοτικών γηπέδων, ενώ το 1938 θεμελιώθηκε -μετά από μελέτη του Υπουργείου Παιδείας- οργανωμένο γυμναστήριο στην πόλη: το Αθλητικό Στάδιο Νέας Κοκκινιάς. Το 1936 ιδρύθηκε ο Ορειβατικός, Φυσιολατρικός Όμιλος Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), ο οποίος συγκέντρωσε πλήθος μελών, αποτελώντας έναν από τους ιστορικούς συλλόγους της πόλης, με πλούσια δράση στον κοινωνικό κι εθνικό τομέα, αφού λέγεται πως εκεί ξεκίνησε το ΕΑΜικό κίνημα της Κοκκινιάς την περίοδο 1941-1944. Με την αλλαγή του ονόματος της πόλης από Κοκκινιά σε Νίκαια γίνεται και η μετονομασία του ΟΦΟΚ σε ΟΦΟΝ. Με το φυσιολατρικό αυτό σύλλογο οι Κοκκινιώτες ταξίδεψαν -σαν μια συντροφιά- σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς υπαγόταν διοικητικά -μέχρι το Δεκέμβρη του 1933- στο Δήμο Πειραιώς. Τον Ιανουάριο του 1934 αναγνωρίσθηκε ως Δήμος Νέας Κοκκινιάς (Φ.Ε.Κ. 22) και πρώτος Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Στυλιανός Κοραής. Τα όρια του Δήμου, με βάση τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου 315/1-6-1939, ήταν: Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Κοινότητα Αιγάλεω, Καραβάς Α΄-Β΄-Γ΄-Δ΄. Το 1935, με Διάταγμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Φ.Ε.Κ. 208) αναγνωρίσθηκε η οδός Π. Ράλλη σ’ εθνική οδό. Η οδός άρχισε να κατασκευάζεται το 1937 και διέσχιζε τις περιοχές Ρουφ-Νέα Κοκκινιά-Πέραμα. Το 1939 ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για τη μετονομασία της πόλης, η οποία από Νέα Κοκκινιά ονομάστηκε Νίκαια (Φ.Ε.Κ. 271/1940 τεύχος Β), μετά την επικράτηση της σχετικής πρότασης του Ιωάννη Μελά, δικηγόρου, βουλευτή κι αργότερα Υπουργού, καταγόμενου από τη Βιθυνία. Την πρόταση Μελά προσυπέγραψαν ο Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Βέης, πολλοί Ακαδημαϊκοί, άνθρωποι της Επιστήμης και των Γραμμάτων, καθώς κι εβδομήντα Κοκκινιώτες που ζούσαν ανά την Ελλάδα. Η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου με παμψηφία υποστήριξε την ονομασία αυτή, μεταξύ των ονομάτων πολλών άλλων μικρασιατικών πόλεων. Το 1935 μετονομάστηκε η περιοχή των Γερμανικών σε Κρήνη και του Καραβά σε Νεάπολη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ. Οι διεθνείς συγκυρίες έβαλαν σε νέες δοκιμασίες τη χώρα. Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κοκκινιά, πριν καλά-καλά ανασάνει από τον πόνο του ξεριζωμού και προτού ολοκληρώσει την προσπάθεια ν’ αναστήσει μες στα ερείπια της προσφυγιάς το συγκροτημένο της πρόσωπο, μάτωσε ξανά και μάλιστα με τρόπο απερίγραπτα τραγικό. Αυτά μαρτυρούν τα γεγονότα της Κατοχής κι η πάνδημη συμμετοχή της πόλης στον αντιστασιακό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας και την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιωμάτων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ. Το πλήγμα που υφίσταται η Ελλάδα την περίοδο του 1940 είναι διπλό. Αφενός προσπαθεί ν’ αποκρούσει την ιταλική επίθεση, αφετέρου δέχεται την εισβολή του γερμανικού ναζισμού και υφίσταται τις ολέθριες συνέπειες ενός παράλογου πολέμου. Στο μέτωπο τα στρατεύματα αντιστέκονται σθεναρά πληρώνοντας βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος, ενώ -μετά την κατάρρευση του μετώπου και την εισβολή των Γερμανών- στις πόλεις ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Η αντίσταση είναι η μόνη διέξοδος στην οδυνηρή πολιτική και οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Για το λόγο αυτό σύντομα δημιουργούνται μικρές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως η Εθνική Αλληλεγγύη, που έχουν υποστηρικτικό ρόλο στην επιτακτική ανάγκη του επισιτισμού.
Το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) κατάφερε -σε εθνική πλέον κλίμακα- να ενώσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και να τροφοδοτήσει τ’ όραμα της ελεύθερης Ελλάδας. Από τα σπλάχνα του ΕΑΜ ξεπήδησε το ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Σκοπός του λαϊκού στρατού ήταν η απελευθέρωση της χώρας απ’ τους ξένους κατακτητές, η περιφρούρηση των κατακτήσεων του λαού, η προάσπιση των ελευθεριών του, η εξασφάλιση της τάξης μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, έτσι ώστε ο λαός να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη βούλησή του. Το ένοπλο λαϊκό μέτωπο προξένησε τρομερές καταστροφές στους κατακτητές κι απασχόλησε συστηματικά 10 γερμανικές μεραρχίες, οι οποίες στόχευαν στη διάλυσή του.
Το ΕΑΜ συσπείρωσε τους Έλληνες κι αποτέλεσε τη σημαντικότερη αντιστασιακή οργάνωση την περίοδο της Κατοχής. Στο σώμα του ΕΑΜ και στο στρατό του ΕΛΑΣ εντάχτηκαν αγωνιστές κάθε ηλικίας που επιθυμούσαν την απελευθέρωση της πατρίδας και την προκοπή του τόπου. Πολέμιοι των αντιστασιακών κινημάτων ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας κι οι ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών.
Στην Κοκκινιά έλαχε να γραφτούν κάποιες καίριες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης την περίοδο της Κατοχής. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο της πόλης αποτελούν δυο αιματηρά κεφάλαια απαράμιλλης γενναιότητας, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η επιλογή της Κοκκινιάς για την εφαρμογή του Μπλόκου δεν ήταν τυχαία, αφού η πόλη τα χρόνια εκείνα συμμετείχε ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο λαός -σχεδόν στο σύνολό του- είχε οργανωθεί στην Εθνική Αντίσταση. Το ΕΑΜ Κοκκινιάς ήταν η πιο ισχυρή μαζική οργάνωση από τις τέσσερις που διέθετε το ΕΑΜ σ’ ολόκληρη την περιοχή του Πειραιά. Επιπροσθέτως, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα κι Αιτωλικού έδρασε το παράνομο τυπογραφείο της Κοκκινιάς, το οποίο στήθηκε στην πόλη την άνοιξη του 1943.
Τα μπλόκα που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της Γερμανοφασιστικής Κατοχής ήταν καλά σχεδιασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις -με σαφή στρατιωτική οργάνωση- κι έλαβαν χώρα σε συνοικίες που είχαν αναπτυγμένη αντιστασιακή δράση, βαθιές ιδεολογικές ρίζες και ισχυρές ψυχικές αντοχές. Σκοπός των μπλόκων ήταν ν’ αποδυναμώσουν το αντιστασιακό κίνημα, να εξασθενήσουν την επιρροή του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ στο λαό, να στρέψουν τους πολίτες ενάντια στην οργανωμένη αντίσταση. Τα μπλόκα αποδείχτηκε πως ήταν ισοδύναμα των αντίποινων, μια συστηματική μέθοδος εκφοβισμού του λαού σε πανελλήνιο επίπεδο. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο είναι τα δυο κορυφαία ιστορικά γεγονότα της πόλης την περίοδο της Κατοχής.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ 4-8 Μάρτη 1944
Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση. Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη. Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944 η Κοκκινιά, η προσφυγούπολη του Πειραιά, βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας που ασκήθηκε στο λαό της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν στην πόλη.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας το αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς. Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι. Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.
Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για την Κοκκινιά, γιατί αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της. Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.
Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν στη Μάχη της Κοκκινιάς.
ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944
Οι ακρότητες των Γερμανικών Αρχών αυξήθηκαν δραματικά -κατά το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής- καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης κι οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν πλέον για να ελέγχουν τη χώρα. Οι γερμανικές εκθέσεις συχνά επισήμαιναν ότι το αντιστασιακό κίνημα δεν θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί χωρίς τη συμπάθεια και την υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού. Στα έγγραφά τους αναφέρουν χαρακτηριστικά πως: «ο πληθυσμός αυτός είναι απολύτως συνένοχος για τις γερμανικές απώλειες». Με βάση το σκεπτικό αυτό έπρεπε -ιδίως στα “κέντρα του συμμοριτισμού”- να θεωρηθεί ο λαός εχθρικός και να τύχει ανάλογης μεταχείρισης. Αυτό το απλουστευτικό σχήμα “νομιμοποιούσε” στα μάτια των Γερμανών αξιωματούχων και στρατιωτών τα συλλογικά αντίποινα και διέλυε τους όποιους ενδοιασμούς είχαν οι διοικούντες για τις επιθέσεις ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Εκτός από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις των κατακτητών στα Καλάβρυτα (13-12-1943) και στο Δίστομο (10-6-1944), που κατέληξαν σε ολοκαύτωμα, ανάλογες επιθέσεις αντιμετώπισε και το αντάρτικο των πόλεων με τα περιβόητα “μπλόκα” στην Κοκκινιά και σ’ άλλες εργατικές συνοικίες.
Από το Μάρτη του 1944 -που έγινε η Μάχη της Κοκκινιάς- μέχρι το Μπλόκο, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, η Κοκκινιά προετοιμαζόταν για μιαν απαράμιλλη σε βαναυσότητα αιματηρή θυσία. Οι ταγματασφαλίτες πραγματοποιούσαν “μπλόκα” στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, προκειμένου να εντοπίσουν τους Κοκκινιώτες αντάρτες. Οι αντιστασιακές οργανώσεις έδωσαν εντολή στα στελέχη τους να διαμένουν τις νύχτες εκτός Κοκκινιάς. Η καθημερινότητα χαλάρωσε, όμως, την ετοιμότητα των κατοίκων, οι οποίοι -παρά την εγρήγορση- βρέθηκαν ουσιαστικά απροετοίμαστοι για το μεγάλο φονικό της 17ης Αυγούστου.
Στις 15 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί επιχειρούν να μπουν από τα Μανιάτικα του Πειραιά στο νότιο μέρος της Κοκκινιάς, οπότε γίνονται αντιληπτοί από το λαό και τις αντιστασιακές οργανώσεις. Η αναχαίτισή τους αρχίζει αμέσως και καταλήγει σε πολύωρες οδομαχίες. Σε πρώτη φάση -παρά την ανισομέρεια μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των Γερμανών- καταφέρνουν οι Κοκκινιώτες σύσσωμοι με τους αντάρτες ν’ αναχαιτίσουν τον εχθρό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ριπές πολυβόλων, φωτοβολίδες και όλμοι δίνουν το σύνθημα ότι αρχίζει πολυμέτωπη επίθεση στην πόλη. Οι μάχες διαδραματίζονται σ’ όλες τις γειτονιές της Κοκκινιάς, ενώ τα μέτωπα των συγκρούσεων συγκλίνουν στο κέντρο της. Η υπεροπλία των Γερμανών και η συνεργασία των ντόπιων δωσίλογων καταλήγουν στη σύλληψη των πρώτων αιχμαλώτων και τη μεταφορά τους με φορτηγά στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Προς το ξημέρωμα της 17ης Αυγούστου, κοντά στις 2:30΄ το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής εξόντωσης που θα κορυφωθεί όταν ανέβει ο ήλιος. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές: Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί, Ρέντη, Κερατσίνι, Φάληρο, Πειραιά. Ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω από την πόλη, στην οποία καταφθάνει μαζί με τους κατακτητές και το μηχανοκίνητο τμήμα του δωσίλογου Ν. Μπουραντά. Την ώρα που ο κόσμος κοιμάται, 3.000 Γερμανοί κι Έλληνες ταγματασφαλίτες εισβάλλουν βαριά οπλισμένοι στην Κοκκινιά.
Μετά τις 6:00΄ ακούγονται τα χωνιά των ταγματασφαλιτών: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άντρες από 14 έως 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός κυριαρχεί παντού. Οι στέγες, οι καταπακτές και τα πηγάδια αποτελούν τις κρυψώνες των αρρένων Κοκκινιωτών. Οι πόρτες των φτωχικών παραγκόσπιτων γκρεμίζονται με υποκόπανους, ενώ οι αγωνιστές σέρνονται με κλωτσιές και βρισιές στον τόπο του μαρτυρίου. Όσοι δεν υπακούν την εντολή εκτελούνται επιτόπου στα σπίτια τους. Η αντίσταση των ΕΛΑΣιτών πνίγεται στο αίμα.
Γύρω στις 8:00΄ η πλατεία της Οσίας Ξένης κι οι γύρω δρόμοι ξεχειλίζουν από κόσμο. Χιλιάδες άτομα συγκεντρώνονται και χωρίζονται σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κουκουλοφόροι να υποδεικνύουν ποιος θα θανατωθεί. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι μες στον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο. Αρκετοί λιποθυμούν κι εναγωνίως ζητούν λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους για να τους προσφέρουν νερό κακοποιούνται μπροστά σε όλους. Στην πλατεία οι κουκουλοφόροι προδότες ξεδιαλέγουν τους -προς εκτέλεση- μελλοθάνατους. Ο τόπος της εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης στη μάντρα ενός ταπητουργείου, στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θείρων. Ο Γερμανός δήμιος που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη Μάντρα πίνει ούζο κι εκτελεί αναφωνώντας «άλλε (alle) κόμμουνιστ καπούτ» (όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν). Η φράση αυτή μαρτυρά το μένος των Γερμανών και των συνεργατών τους για τους κομμουνιστές, ενάντια στους οποίους έστρεψαν πρωτίστως την οργή τους, γιατί αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της Αντίστασης. Η εικόνα είναι αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα τσουβαλιασμένα το ένα πάνω στ’ άλλο και το αίμα δυο πήχες να γλείφει το δάπεδο. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Καθώς παλεύουν με τα κουφάρια για να βρουν τα πολύτιμα αντικείμενα πέφτουν ξέπνοοι από τα γερμανικά πολυβόλα.
Μια ομάδα ανταρτών -με επικεφαλής την ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη- κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης στα σπίτια συναγωνιστών. Η περιοχή ζώνεται από τους Γερμανούς στις φλόγες. Από τα 90 σπίτια καίγονται ολοσχερώς τα 80 στη συνοικία του 4ου Καραβά που ονομάζεται Καμένα. Το κρησφύγετο της ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ -όπου συμμετείχε η Κουμπάκη- αποκαλύπτεται, η αντάρτισσα συλλαμβάνεται κι οδηγείται με άγριο ξυλοδαρμό στη Μάντρα, όπου θ’ αφήσει αγέρωχη την τελευταία πνοή της.
Η αυλαία της τραγωδίας κλείνει γύρω στις 18:00΄ με το ξεδιάλεγμα 8.000 ομήρων. Η πόλη μυρίζει θάνατο. Η Κοκκινιά μετρά τους νεκρούς της, οι οποίοι ξεπερνούν τους 148. Στη Μάντρα του Μπλόκου εκτελέστηκαν εκείνη την ημέρα 72 άντρες -τα ονόματα των οποίων έγιναν εκ των υστέρων γνωστά- και δυο γυναίκες, η Διαμάντω Κουμπάκη και η Αθηνά Μαύρου. Την επαύριον ο λαός της Κοκκινιάς πενθεί και ξεπλένει τ’ ανεξίτηλα σημάδια του αίματος με συνεχή αντίσταση. Η αντιπαράθεση με τον ξένο κατακτητή και τα ντόπια φερέφωνά του αποτελεί την αγωνιστική παρακαταθήκη του λαού της Κοκκινιάς, που πλήρωσε βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος στο ιστορικά αλησμόνητο Μπλόκο της πόλης.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι θύματα υπήρξαν και στο σαρανταήμερο μνημόσυνο των νεκρών του Μπλόκου, όταν οι Γερμανοί χτύπησαν- από το πολυβολείο που έστησαν στον Καραβά- αθώους πολίτες που βρίσκονταν στην πλατεία μετά την επιμνημόσυνη δέηση στο Ναό της Οσίας Ξένης.
Η απελευθέρωση ήρθε λίγο αργότερα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 ξημέρωσε η μέρα της λευτεριάς. Μετά από τρεισήμισι χρόνια σκλαβιάς και θυσιών ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους για να γιορτάσει τη δική του Ανάσταση, αφού πρώτα υπέστη τη σταύρωση στα πρόσωπα τόσων αδικοχαμένων πατριωτών αγωνιστών.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%AC_%CE%9A%CE%BF%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%ACΠαλαιά Κοκκινιά
Η Παλαιά Κοκκινιά είναι προσφυγική περιοχή του Πειραιά, συνορεύει με την συνοικία των Καμινίων, δυτικά και βόρεια με τη Νίκαια και ανατολικά με τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Η συνοικία αυτή είναι ταυτισμένη με τη ζωή των ναυτικών αλλά και με εργατικές οικογένειες διαφόρων επαγγελμάτων. Εκεί στεγάζονται τα πρώην στρατόπεδα «Σακελλίωνα» 31 στρεμμάτων και «Παπαδογεώργη» 12 στρεμμάτων στα οποία θα δημιουργηθούν στο μέλλον χώροι πρασίνου και αθλητικές εγκαταστάσεις.
Η Κοκκινιά αρχικά ονομαζόταν "Κοκκινάδα", όπως αναφέρεται και σε σχετικό τοπογραφικό χάρτη των τελών του 19ου αιώνα. Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας "Κοκκινάδα", υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οφείλεται στο το χαρακτηριστικό ερυθρό χρώμα του εδάφους της περιοχής ενώ υπάρχει και η άποψη ότι ο όρος "Κοκκινάδα" προέκυψε λόγω των κατάφυτων με παπαρούνες αγρών της περιοχής.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία της Παλαιάς Κοκκινιάς είναι ο μικρός ορθόδοξος βυζαντινού τύπου ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, ο οποίος οικοδομήθηκε την περίοδο 1867-1869,επί δημαρχίας Δημητρίου Μουτζόπουλου. Σήμερα το μικρό αυτό εκκλησάκι βρίσκεται στο μέσον της ομώνυμης πλατείας που σχηματίζεται επί των οδών Θηβών, Αγίων Αναργύρων και Αγρινίου ενώ επί της ιδίας πλατείας έχει οικοδομηθεί ο νέος ιερός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα. Για τους κατοίκους της συνοικίας, το αρχικό ξωκλήσι είναι γνωστό με την λαϊκή ονομασία "Αγία Σωτήρα".
Αθλητισμός και αθλητικοί σύλλογοι των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=11509
1. Εισαγωγή
Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης αναπτύσσουν δράση γύρω από την οργάνωση αθλητικών δραστηριοτήτων. Αν και μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα αυτές οι δραστηριότητες ήταν περιστασιακές, ωστόσο με την πάροδο του χρόνου οδήγησαν στη δημιουργία αρκετών αθλητικών σωματείων, στη σταθερή οργάνωση αξιόλογων τοπικών αθλητικών εκδηλώσεων καθώς και στην ανάδειξη σημαντικών αθλητών. Πολλοί από τους αθλητές κατόρθωσαν να διακριθούν και σε σημαντικές αθλητικές διοργανώσεις της εποχής εκτός Κωνσταντινούπολης, στις οποίες προσκαλούνταν βάσει των αξιόλογων επιδόσεών τους (τέσσερις μάλιστα αναδείχτηκαν και ολυμπιονίκες). Ενδεικτικά μπορεί κανείς να μνημονεύσει τις επιτυχημένες παρουσίες των αθλητών από συλλόγους της Κωνσταντινούπολης στους Πανιώνιους αγώνες της Σμύρνης, στους Παναιγύπτιους αγώνες της Αλεξάνδρειας και στους Πανελλήνιους αγώνες των Αθηνών.
2. Οι αγώνες
Στην Κωνσταντινούπολη η σημαντικότερη αθλητική διοργάνωση ήταν οι Πανκωνσταντινουπόλειοι Αγώνες. Πραγματοποιήθηκαν 23 φορές, από το 1910 μέχρι και το 1922. Την ευθύνη της διοργάνωσης την είχε κάθε χρόνο και διαφορετικό σωματείο της Πόλης, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη Σμύρνη, όπου η οργάνωση των Πανιώνιων αγώνων ήταν αποκλειστική υπόθεση του «Πανιωνίου».
Οι πρώτοι Πανκωνσταντινουπόλειοι αγώνες διεξήχθησαν στις 25 Ιουλίου και την 1η Αυγούστου του 1910. Η τέλεσή τους έγινε με την έγκριση και υπό την αιγίδα του τότε «Συνδέσμου Ελληνικών Αθλητικών Γυμναστικών Σωματείων» (ΣΕΑΓΣ), με υπεύθυνο σωματείο για την οργάνωση των αγώνων τον «Άρη». Εκτός από το παραπάνω σωματείο συμμετείχαν και οι τοπικοί σύλλογοι «Αχιλλεύς», «Ερμής», «Ηρακλής», «Θησεύς», «Ιάσων» και «Φειδιππίδης». Έλαβαν μέρος πολλοί αθλητές, ενώ τους αγώνες παρακολούθησε πλήθος θεατών. Το πρόγραμμα των αγώνων περιλάμβανε αγωνίσματα δρόμου, αλμάτων και ρίψεων.
Μια άλλη προσπάθεια των συλλόγων των Ρωμιών της Πόλης για τη διεξαγωγή αθλητικών δρώμενων σε σταθερή βάση ήταν και η διοργάνωση των αγώνων «Αρτεμίσια» το 1922. Ωστόσο η προσπάθεια αυτή δεν είχε συνέχεια εξαιτίας των δυσχερών συνθηκών μετά τα γεγονότα της Σμύρνης.
Μέχρι το 1922 τη φροντίδα για τις αθλητικές δραστηριότητες είχε ένα συντονιστικό όργανο, ο «Σύνδεσμος Αθλητικών Σωματείων Κωνσταντινουπόλεως». Στόχος του Συνδέσμου ήταν να φέρνει σε επικοινωνία τους υπεύθυνους των συλλόγων, να συγκεντρώνει πληροφορίες για τα προβλήματα που παρεμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία των σωματείων, και να προωθεί και να επιβλέπει τις προσπάθειες διοργάνωσης των αθλητικών εκδηλώσεων.1 Εκτός από τις τοπικές αθλητικές συναντήσεις που διοργάνωνε ο Σύνδεσμος, έγιναν προσπάθειες για την οργάνωση και διεθνών αθλητικών συναντήσεων. Αυτό το εγχείρημα απέβλεπε στην τακτική και σταθερή επαφή των αθλητικών σωματείων της Κωνσταντινούπολης με συλλόγους από άλλες χώρες και γενικότερα με τις εξελίξεις που αφορούσαν τον αθλητισμό σε διεθνές επίπεδο.
Η πρώτη απόπειρα για την καθιέρωση αθλητικών συναντήσεων διεθνούς εμβέλειας επιχειρήθηκε τον Μάιο του 1922 (27 και 29 Μαΐου). Επρόκειτο για τη διοργάνωση διεθνών αθλητικών αγώνων στο περίφημο στάδιο του Ταξίμ. Μάλιστα στην επιτροπή που ήταν υπεύθυνη για τη διεξαγωγή των αγώνων κλήθηκαν να συμμετάσχουν εκπρόσωποι των αθλητικών ομοσπονδιών όλων των εθνοτήτων της Κωνσταντινούπολης. Το πρόγραμμα της διοργάνωσης περιλάμβανε αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού, ποδοσφαιρικές συναντήσεις, ενώ ένα μέρος τους αφιερώθηκε στο σχολικό αθλητισμό.
Όσον αφορά τον αθλητικό εξοπλισμό για την εκγύμναση και προπόνηση των αθλουμένων, σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η λειτουργία χειμερινού γυμναστηρίου στο κέντρο του Πέραν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής (1900), από τους πρωτεργάτες της λειτουργίας του ήταν ο καθηγητής φυσικής αγωγής και διευθυντής του γυμναστηρίου Ηρακλής Στάγκαλης. Στα ίδια δημοσιεύματα αναφέρεται ότι το γυμναστήριο στεγαζόταν αρχικά στην αίθουσα «Σπόνεκ» στο Γαλατά-σεράι και έπειτα στις εγκαταστάσεις του συλλόγου «Ερμής», απέναντι από το κτήριο της αγγλικής πρεσβείας.2
3. Τα σημαντικότερα σωματεία
Οι διεργασίες για τη σύσταση αθλητικών σωματείων στην Κωνσταντινούπολη χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1870.
Το πρώτο αθλητικό σωματείο της Πόλης θεωρείται ο «Ερμής», που ιδρύθηκε το 1877. Από τότε δημιουργήθηκαν αρκετά σωματεία που ανέπτυξαν πλούσια δράση στο χώρο του αθλητισμού. Κάποια από αυτά ήταν αμιγώς αθλητικά («Άρης», «Θησεύς», «Αχιλλεύς», «Ιάσων», «Φειδιππίδης», «Ήφαιστος», «Αίας», «Περσεύς»), και άλλα, εκτός από την ανάπτυξη του αθλητισμού, στόχευαν και στην ανάπτυξη καλλιτεχνικών/εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Ενδεικτικά αναφέρονται ο «Μουσικός Σύλλογος Ορφεύς», που ιδρύθηκε στο Φανάρι το 1885, ο «Διδασκαλικός Γυμναστικός Σύλλογος Δράσις», που ιδρύθηκε το 1914, και ο «Μουσικογυμναστικός σύλλογος "Η Τερψιχόρη"», που ιδρύθηκε στη συνοικία Έξι Μάρμαρα το 1912.3
Ο σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως «Ερμής», όπως ήδη αναφέρθηκε, ιδρύθηκε το 1877 και ανέπτυξε σημαντικότατη για τα δεδομένα της εποχής αθλητική δράση μέχρι και το 1922. Ιδρυτές του θεωρούνται τρεις απόφοιτοι του Λυκείου του Πέραν, ο Κ.Δ. Κωσταράκης, ο Ι.Α. Ζερβουδάκης και ο Α.Κ. Στεφόπουλος. Αρχικά το σωματείο έλαβε την επωνυμία «Κλειώ» αλλά γρήγορα μετονομάστηκε σε «Ερμής». Στο καταστατικό ίδρυσής του ορίστηκε ως κεντρικός στόχος της λειτουργίας του «η διανοητική ανάπτυξις των κατοίκων της Ανατολής». Παρακάτω ορίστηκαν και τα μέσα με τα οποία θα επιχειρούνταν η υλοποίηση του στόχου, τα οποία δεν ήταν άλλα από τη διοργάνωση δημόσιων διαλέξεων και μαθημάτων, τη δημιουργία περιοδικής έκδοσης (η έκδοση αυτή είχε τον τίτλο «Ερμής»), τη διοργάνωση διαγωνισμών, την ενίσχυση άπορων μαθητών της κοινότητας, τη συγκρότηση βιβλιοθήκης, στην οποία θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση όλοι, και τη συγκρότηση «Σχολείων της Κυριακής».4
Προτεραιότητά τους τα μέλη του «Ερμή» έθεσαν την εξασφάλιση ελεύθερων χώρων οι οποίοι θα μπορούσαν να μετατραπούν σε χώρους εκγύμνασης και προπόνησης προκειμένου να αναπτυχθεί ο αθλητισμός (κυρίως η γυμναστική) στους κόλπους της νεολαίας. Έτσι, αρκετά σύντομα δημιούργησαν υπαίθριο γυμναστήριο πίσω από την Ανατολική Λέσχη. Στο χώρο αυτό διεξάγονταν κυρίως σχολικοί αγώνες, υπό την αιγίδα μάλιστα του Πατριάρχη. Οι αγώνες, εκτός από την προβολή του αθλητισμού, είχαν στόχο και την οικονομική ενίσχυση των διαφόρων σχολείων της Πόλης.5 Πάντως η μέριμνα των υπευθύνων του σωματείου για τη βελτίωση των χώρων εκγύμνασης στους οποίους φιλοξενούνταν οι αθλητές του φαίνεται και από την επιμονή τους να ζητούν πληροφορίες από συλλόγους της Ελλάδας για ζητήματα που αφορούσαν το σχεδιασμό γυμναστηρίων, την οργάνωση των προπονήσεων, τα προγράμματα εκγύμνασης κ.λπ.6
Εκτός από τον «Ερμή», ένας από τους σημαντικότερους συλλόγους ήταν επίσης η «Ελληνική Ομάδα Ποδοσφαίρου». Μετά το 1922 μετονομάστηκε σε «Αθλητικό Σύλλογο Πέραν (Πέρα Κλουπ)» και αργότερα, υποχρεωτικά, σε «Μπέιογλου Σπορ». Μέχρι το 1926 οι δραστηριότητες του συλλόγου φιλοξενήθηκαν στο έρημο γυμναστήριο του «Ερμή», ο οποίος διέκοψε τη λειτουργία του μετά το 1922. Αρχικά ο σύλλογος συντηρούσε δύο τμήματα, ποδοσφαίρου και γυμναστικής. Αργότερα δημιουργήθηκαν τμήματα πάλης και πυγμαχίας, ενώ από το 1926 και έπειτα οργανώθηκαν και τμήματα μπάσκετ και βόλεϊ. Μάλιστα οι αθλητές του βόλεϊ για πολλά χρόνια αναδείκνυαν την ομάδα του «Α.Σ. Πέραν» πρωταθλήτρια Τουρκίας. Μετά το 1926 οι χώροι του συλλόγου μεταφέρθηκαν στο κτήριο της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Κυριών του Πέραν.
Ο «Αθλητικός Σύλλογος Πέραν» στη μακρόχρονη ιστορία του απέσπασε σημαντικές διακρίσεις στα περισσότερα τμήματα που διατηρούσε. Μάλιστα το ποδοσφαιρικό τμήμα του σωματείου αγωνιζόταν έως το 1962 στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική κατηγορία της Τουρκίας. Οι παραπάνω διακρίσεις οφείλονταν εν πολλοίς στις προσπάθειες παραγόντων του συλλόγου, όπως ήταν οι Γ. Χαλκούσης, Στρ. Κανάκης, Γ. Μουζάκης, Α. Τρίπος κ.ά.
Σημαντικότατη ήταν και η συμβολή πολλών αθλητών του συλλόγου, μερικοί από τους οποίους διακρίθηκαν στον ελλαδικό και τον διεθνή αθλητικό χώρο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τον «Α.Σ. Πέραν» ξεκίνησε τον αθλητισμό ο αθλητής και μετέπειταπροπονητής της ομάδας άρσης βαρών Χρ. Ιακώβου, ο μετέπειτα ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Αλ. Σοφιανίδης κ.ά.7
Άλλο ένα σημαντικό αθλητικό σωματείο της Κωνσταντινούπολης ήταν ο «Αθλητικός Γυμναστικός Σύλλογος Ηρακλής». Ιδρύθηκε το 1896 και η ιστορία της δράσης του συνδέθηκε με το γυμναστήριο που συντηρούσε στο οίκημα το οποίο ανεγέρθηκε για να στεγάσει το Νέο Παιδαγωγικό Σχολείο.
Το 1899 η αδελφότης «Πρόοδος», μαζί με μέλη της «Φιλοπτώχου Αδελφότητος», αποφάσισαν να ανεγείρουν ένα οίκημα προκειμένου να στεγασθούν και να εργασθούν αργότερα πτωχοί νέοι και άπορα κορίτσια από τα Ταταύλα. Το εγχείρημα της ανέγερσης του κτηρίου της Παιδαγωγικής Σχολής που θα φιλοξενούσε τους άπορους νέους της περιοχής το υποστήριξε οικονομικά ο Βασίλειος Ζαχάρωφ. Ωστόσο, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση, οι ενέργειες για τη λειτουργία της Παιδαγωγικής Σχολής διακόπηκαν. Τα μέλη του «Ηρακλή», επωφελούμενα από την παραπάνω εξέλιξη, μετέφεραν το γυμναστήριο του συλλόγου από ένα παλιό ξύλινο οίκημα στο νέο οίκημα της Παιδαγωγικής Σχολής. Αυτή η κίνηση αποδείχτηκε μεγάλης σημασίας καθώς οι νέες εγκαταστάσεις του γυμναστηρίου και οι εξαιρετικές συνθήκες που πρόσφερε προσέλκυσαν πολλούς νέους της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερη ώθηση δόθηκε στο άθλημα της ενόργανης γυμναστικής, αφού η εγκατάσταση σύγχρονων για την εποχή οργάνων ευνόησε την εφαρμογή νέων προπονητικών μεθόδων.
Ανάμεσα στους αθλητές του «Ηρακλή» που πέτυχαν σημαντικές διακρίσεις σε μεγάλες διοργανώσεις ήταν οι αδελφοί Γεώργιος και Νικόλαος Αλιμπραντής. Επρόκειτο για δύο αθλητές της γυμναστικής, ο ένας στο αγώνισμα του μονόζυγου και ο άλλος στην αναρρίχηση επί κάλω. Η σημαντικότερη διάκρισή τους επιτεύχθηκε στη Μεσολυμπιάδα του 1906, στην Αθήνα, όπου η Ολυμπιακή Επιτροπή είχε προσκαλέσει τους δύο αθλητές του συλλόγου λόγω των εξαιρετικών εμφανίσεων και επιδόσεών τους σε προηγούμενες διοργανώσεις. Στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας, οι αδελφοί Αλιμπραντή κατέκτησαν δύο χρυσά μετάλλια μένοντας στην ιστορία του συλλόγου ως οι δύο πρώτοι ολυμπιονίκες του.
Την ίδια εποχή, εκτός από το τμήμα γυμναστικής ο σύλλογος ανέπτυξε σε σημαντικό βαθμό και τμήμα ελληνορωμαϊκής πάλης, με καθοδηγητή ένα από τα ιδρυτικά μέλη του, τον Μενέλαο Καροτσιέρη. Μάλιστα ο Καροτσιέρης από το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αργότερα αναδείχτηκε πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Πάλης.
Το 1922 ο σύλλογος μετονομάζεται σε «Αθλητικός Γυμναστικός Σύλλογος Τατάουλων», ενώ νέοι κοινοτικοί παράγοντες έρχονται να ενισχύσουν τις δραστηριότητες του συλλόγου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Γιασουμή Σκένδρη, ο οποίος με πρωτοβουλία του κατορθώνει να καθιερώσει ετήσιες αθλητικές επιδείξεις στο ανοικτό γήπεδο πίσω από το κτήριο του συλλόγου.
Τη δεκαετία του 1930, ο Διονύσης Σακαλάκης, απόφοιτος του Ροβερτείου Αμερικανικού Κολεγίου (Robert College), μαζί με άλλους αποφοίτους των Λυκείων της Πόλης, οργανώνει το Φιλολογικό Τμήμα του συλλόγου. Η λειτουργία του στηρίχτηκε εν πολλοίς στη δημιουργία μιας αξιόλογης βιβλιοθήκης.
Την ίδια περίοδο ο «Α.Γ.Σ. Ταταύλα» εντείνει τις δραστηριότητές του και στον αθλητικό τομέα. Ιδρύονται τμήματα μπάσκετ, βόλεϊ, ποδηλασίας, κλασικού αθλητισμού κ.ά. Από τις τάξεις των εν λόγω τμημάτων αναδείχτηκαν αξιόλογοι αθλητές, με διακρίσεις σε τοπικές και διεθνείς διοργανώσεις. Τη δεκαετία του 1960 ο σύλλογος μεταφέρθηκε στον ελλαδικό χώρο, στην Αθήνα, όπου και συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας τη δράση του.8
1. Για τα παραπάνω, βλ. σχετικά Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 274-275, 398· Μπόζη, Σ., Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου – Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 357.
2. Βλ. σχετικά Μπόζη, Σ., Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου – Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 358.
3. Μαμώνη, Κ., Μελετήματα από την Ιστορία, παιδεία και εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως (1437-1922) (Αθήνα 2001), σελ. 225· Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 274-275, 286-287, και Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 182.
4. Μαμώνη. Κ., Μελετήματα από την Ιστορία, παιδεία και εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως (1437-1922) (Αθήνα 2001), σελ. 71-73.
5. Μαμώνη, Κ., Μελετήματα από την Ιστορία, παιδεία και εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως (1437-1922) (Αθήνα 2001), σελ. 75.
6. Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 117-118.
7. Σχετικά με τον «Α.Σ. Πέραν», βλ. Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 358-360.
8. Για τα παραπάνω, βλ. Αρσάνογλου, Λ., Ταταύλα. Εκατό χρόνια Αθλητισμός (Αθήνα 1997), σελ. 11, 13, 18, 21, 25, 26, 28-30.
Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης αναπτύσσουν δράση γύρω από την οργάνωση αθλητικών δραστηριοτήτων. Αν και μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα αυτές οι δραστηριότητες ήταν περιστασιακές, ωστόσο με την πάροδο του χρόνου οδήγησαν στη δημιουργία αρκετών αθλητικών σωματείων, στη σταθερή οργάνωση αξιόλογων τοπικών αθλητικών εκδηλώσεων καθώς και στην ανάδειξη σημαντικών αθλητών. Πολλοί από τους αθλητές κατόρθωσαν να διακριθούν και σε σημαντικές αθλητικές διοργανώσεις της εποχής εκτός Κωνσταντινούπολης, στις οποίες προσκαλούνταν βάσει των αξιόλογων επιδόσεών τους (τέσσερις μάλιστα αναδείχτηκαν και ολυμπιονίκες). Ενδεικτικά μπορεί κανείς να μνημονεύσει τις επιτυχημένες παρουσίες των αθλητών από συλλόγους της Κωνσταντινούπολης στους Πανιώνιους αγώνες της Σμύρνης, στους Παναιγύπτιους αγώνες της Αλεξάνδρειας και στους Πανελλήνιους αγώνες των Αθηνών.
2. Οι αγώνες
Στην Κωνσταντινούπολη η σημαντικότερη αθλητική διοργάνωση ήταν οι Πανκωνσταντινουπόλειοι Αγώνες. Πραγματοποιήθηκαν 23 φορές, από το 1910 μέχρι και το 1922. Την ευθύνη της διοργάνωσης την είχε κάθε χρόνο και διαφορετικό σωματείο της Πόλης, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη Σμύρνη, όπου η οργάνωση των Πανιώνιων αγώνων ήταν αποκλειστική υπόθεση του «Πανιωνίου».
Οι πρώτοι Πανκωνσταντινουπόλειοι αγώνες διεξήχθησαν στις 25 Ιουλίου και την 1η Αυγούστου του 1910. Η τέλεσή τους έγινε με την έγκριση και υπό την αιγίδα του τότε «Συνδέσμου Ελληνικών Αθλητικών Γυμναστικών Σωματείων» (ΣΕΑΓΣ), με υπεύθυνο σωματείο για την οργάνωση των αγώνων τον «Άρη». Εκτός από το παραπάνω σωματείο συμμετείχαν και οι τοπικοί σύλλογοι «Αχιλλεύς», «Ερμής», «Ηρακλής», «Θησεύς», «Ιάσων» και «Φειδιππίδης». Έλαβαν μέρος πολλοί αθλητές, ενώ τους αγώνες παρακολούθησε πλήθος θεατών. Το πρόγραμμα των αγώνων περιλάμβανε αγωνίσματα δρόμου, αλμάτων και ρίψεων.
Μια άλλη προσπάθεια των συλλόγων των Ρωμιών της Πόλης για τη διεξαγωγή αθλητικών δρώμενων σε σταθερή βάση ήταν και η διοργάνωση των αγώνων «Αρτεμίσια» το 1922. Ωστόσο η προσπάθεια αυτή δεν είχε συνέχεια εξαιτίας των δυσχερών συνθηκών μετά τα γεγονότα της Σμύρνης.
Μέχρι το 1922 τη φροντίδα για τις αθλητικές δραστηριότητες είχε ένα συντονιστικό όργανο, ο «Σύνδεσμος Αθλητικών Σωματείων Κωνσταντινουπόλεως». Στόχος του Συνδέσμου ήταν να φέρνει σε επικοινωνία τους υπεύθυνους των συλλόγων, να συγκεντρώνει πληροφορίες για τα προβλήματα που παρεμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία των σωματείων, και να προωθεί και να επιβλέπει τις προσπάθειες διοργάνωσης των αθλητικών εκδηλώσεων.1 Εκτός από τις τοπικές αθλητικές συναντήσεις που διοργάνωνε ο Σύνδεσμος, έγιναν προσπάθειες για την οργάνωση και διεθνών αθλητικών συναντήσεων. Αυτό το εγχείρημα απέβλεπε στην τακτική και σταθερή επαφή των αθλητικών σωματείων της Κωνσταντινούπολης με συλλόγους από άλλες χώρες και γενικότερα με τις εξελίξεις που αφορούσαν τον αθλητισμό σε διεθνές επίπεδο.
Η πρώτη απόπειρα για την καθιέρωση αθλητικών συναντήσεων διεθνούς εμβέλειας επιχειρήθηκε τον Μάιο του 1922 (27 και 29 Μαΐου). Επρόκειτο για τη διοργάνωση διεθνών αθλητικών αγώνων στο περίφημο στάδιο του Ταξίμ. Μάλιστα στην επιτροπή που ήταν υπεύθυνη για τη διεξαγωγή των αγώνων κλήθηκαν να συμμετάσχουν εκπρόσωποι των αθλητικών ομοσπονδιών όλων των εθνοτήτων της Κωνσταντινούπολης. Το πρόγραμμα της διοργάνωσης περιλάμβανε αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού, ποδοσφαιρικές συναντήσεις, ενώ ένα μέρος τους αφιερώθηκε στο σχολικό αθλητισμό.
Όσον αφορά τον αθλητικό εξοπλισμό για την εκγύμναση και προπόνηση των αθλουμένων, σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η λειτουργία χειμερινού γυμναστηρίου στο κέντρο του Πέραν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής (1900), από τους πρωτεργάτες της λειτουργίας του ήταν ο καθηγητής φυσικής αγωγής και διευθυντής του γυμναστηρίου Ηρακλής Στάγκαλης. Στα ίδια δημοσιεύματα αναφέρεται ότι το γυμναστήριο στεγαζόταν αρχικά στην αίθουσα «Σπόνεκ» στο Γαλατά-σεράι και έπειτα στις εγκαταστάσεις του συλλόγου «Ερμής», απέναντι από το κτήριο της αγγλικής πρεσβείας.2
3. Τα σημαντικότερα σωματεία
Οι διεργασίες για τη σύσταση αθλητικών σωματείων στην Κωνσταντινούπολη χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1870.
Το πρώτο αθλητικό σωματείο της Πόλης θεωρείται ο «Ερμής», που ιδρύθηκε το 1877. Από τότε δημιουργήθηκαν αρκετά σωματεία που ανέπτυξαν πλούσια δράση στο χώρο του αθλητισμού. Κάποια από αυτά ήταν αμιγώς αθλητικά («Άρης», «Θησεύς», «Αχιλλεύς», «Ιάσων», «Φειδιππίδης», «Ήφαιστος», «Αίας», «Περσεύς»), και άλλα, εκτός από την ανάπτυξη του αθλητισμού, στόχευαν και στην ανάπτυξη καλλιτεχνικών/εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Ενδεικτικά αναφέρονται ο «Μουσικός Σύλλογος Ορφεύς», που ιδρύθηκε στο Φανάρι το 1885, ο «Διδασκαλικός Γυμναστικός Σύλλογος Δράσις», που ιδρύθηκε το 1914, και ο «Μουσικογυμναστικός σύλλογος "Η Τερψιχόρη"», που ιδρύθηκε στη συνοικία Έξι Μάρμαρα το 1912.3
Ο σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως «Ερμής», όπως ήδη αναφέρθηκε, ιδρύθηκε το 1877 και ανέπτυξε σημαντικότατη για τα δεδομένα της εποχής αθλητική δράση μέχρι και το 1922. Ιδρυτές του θεωρούνται τρεις απόφοιτοι του Λυκείου του Πέραν, ο Κ.Δ. Κωσταράκης, ο Ι.Α. Ζερβουδάκης και ο Α.Κ. Στεφόπουλος. Αρχικά το σωματείο έλαβε την επωνυμία «Κλειώ» αλλά γρήγορα μετονομάστηκε σε «Ερμής». Στο καταστατικό ίδρυσής του ορίστηκε ως κεντρικός στόχος της λειτουργίας του «η διανοητική ανάπτυξις των κατοίκων της Ανατολής». Παρακάτω ορίστηκαν και τα μέσα με τα οποία θα επιχειρούνταν η υλοποίηση του στόχου, τα οποία δεν ήταν άλλα από τη διοργάνωση δημόσιων διαλέξεων και μαθημάτων, τη δημιουργία περιοδικής έκδοσης (η έκδοση αυτή είχε τον τίτλο «Ερμής»), τη διοργάνωση διαγωνισμών, την ενίσχυση άπορων μαθητών της κοινότητας, τη συγκρότηση βιβλιοθήκης, στην οποία θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση όλοι, και τη συγκρότηση «Σχολείων της Κυριακής».4
Προτεραιότητά τους τα μέλη του «Ερμή» έθεσαν την εξασφάλιση ελεύθερων χώρων οι οποίοι θα μπορούσαν να μετατραπούν σε χώρους εκγύμνασης και προπόνησης προκειμένου να αναπτυχθεί ο αθλητισμός (κυρίως η γυμναστική) στους κόλπους της νεολαίας. Έτσι, αρκετά σύντομα δημιούργησαν υπαίθριο γυμναστήριο πίσω από την Ανατολική Λέσχη. Στο χώρο αυτό διεξάγονταν κυρίως σχολικοί αγώνες, υπό την αιγίδα μάλιστα του Πατριάρχη. Οι αγώνες, εκτός από την προβολή του αθλητισμού, είχαν στόχο και την οικονομική ενίσχυση των διαφόρων σχολείων της Πόλης.5 Πάντως η μέριμνα των υπευθύνων του σωματείου για τη βελτίωση των χώρων εκγύμνασης στους οποίους φιλοξενούνταν οι αθλητές του φαίνεται και από την επιμονή τους να ζητούν πληροφορίες από συλλόγους της Ελλάδας για ζητήματα που αφορούσαν το σχεδιασμό γυμναστηρίων, την οργάνωση των προπονήσεων, τα προγράμματα εκγύμνασης κ.λπ.6
Εκτός από τον «Ερμή», ένας από τους σημαντικότερους συλλόγους ήταν επίσης η «Ελληνική Ομάδα Ποδοσφαίρου». Μετά το 1922 μετονομάστηκε σε «Αθλητικό Σύλλογο Πέραν (Πέρα Κλουπ)» και αργότερα, υποχρεωτικά, σε «Μπέιογλου Σπορ». Μέχρι το 1926 οι δραστηριότητες του συλλόγου φιλοξενήθηκαν στο έρημο γυμναστήριο του «Ερμή», ο οποίος διέκοψε τη λειτουργία του μετά το 1922. Αρχικά ο σύλλογος συντηρούσε δύο τμήματα, ποδοσφαίρου και γυμναστικής. Αργότερα δημιουργήθηκαν τμήματα πάλης και πυγμαχίας, ενώ από το 1926 και έπειτα οργανώθηκαν και τμήματα μπάσκετ και βόλεϊ. Μάλιστα οι αθλητές του βόλεϊ για πολλά χρόνια αναδείκνυαν την ομάδα του «Α.Σ. Πέραν» πρωταθλήτρια Τουρκίας. Μετά το 1926 οι χώροι του συλλόγου μεταφέρθηκαν στο κτήριο της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Κυριών του Πέραν.
Ο «Αθλητικός Σύλλογος Πέραν» στη μακρόχρονη ιστορία του απέσπασε σημαντικές διακρίσεις στα περισσότερα τμήματα που διατηρούσε. Μάλιστα το ποδοσφαιρικό τμήμα του σωματείου αγωνιζόταν έως το 1962 στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική κατηγορία της Τουρκίας. Οι παραπάνω διακρίσεις οφείλονταν εν πολλοίς στις προσπάθειες παραγόντων του συλλόγου, όπως ήταν οι Γ. Χαλκούσης, Στρ. Κανάκης, Γ. Μουζάκης, Α. Τρίπος κ.ά.
Σημαντικότατη ήταν και η συμβολή πολλών αθλητών του συλλόγου, μερικοί από τους οποίους διακρίθηκαν στον ελλαδικό και τον διεθνή αθλητικό χώρο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τον «Α.Σ. Πέραν» ξεκίνησε τον αθλητισμό ο αθλητής και μετέπειταπροπονητής της ομάδας άρσης βαρών Χρ. Ιακώβου, ο μετέπειτα ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Αλ. Σοφιανίδης κ.ά.7
Άλλο ένα σημαντικό αθλητικό σωματείο της Κωνσταντινούπολης ήταν ο «Αθλητικός Γυμναστικός Σύλλογος Ηρακλής». Ιδρύθηκε το 1896 και η ιστορία της δράσης του συνδέθηκε με το γυμναστήριο που συντηρούσε στο οίκημα το οποίο ανεγέρθηκε για να στεγάσει το Νέο Παιδαγωγικό Σχολείο.
Το 1899 η αδελφότης «Πρόοδος», μαζί με μέλη της «Φιλοπτώχου Αδελφότητος», αποφάσισαν να ανεγείρουν ένα οίκημα προκειμένου να στεγασθούν και να εργασθούν αργότερα πτωχοί νέοι και άπορα κορίτσια από τα Ταταύλα. Το εγχείρημα της ανέγερσης του κτηρίου της Παιδαγωγικής Σχολής που θα φιλοξενούσε τους άπορους νέους της περιοχής το υποστήριξε οικονομικά ο Βασίλειος Ζαχάρωφ. Ωστόσο, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση, οι ενέργειες για τη λειτουργία της Παιδαγωγικής Σχολής διακόπηκαν. Τα μέλη του «Ηρακλή», επωφελούμενα από την παραπάνω εξέλιξη, μετέφεραν το γυμναστήριο του συλλόγου από ένα παλιό ξύλινο οίκημα στο νέο οίκημα της Παιδαγωγικής Σχολής. Αυτή η κίνηση αποδείχτηκε μεγάλης σημασίας καθώς οι νέες εγκαταστάσεις του γυμναστηρίου και οι εξαιρετικές συνθήκες που πρόσφερε προσέλκυσαν πολλούς νέους της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερη ώθηση δόθηκε στο άθλημα της ενόργανης γυμναστικής, αφού η εγκατάσταση σύγχρονων για την εποχή οργάνων ευνόησε την εφαρμογή νέων προπονητικών μεθόδων.
Ανάμεσα στους αθλητές του «Ηρακλή» που πέτυχαν σημαντικές διακρίσεις σε μεγάλες διοργανώσεις ήταν οι αδελφοί Γεώργιος και Νικόλαος Αλιμπραντής. Επρόκειτο για δύο αθλητές της γυμναστικής, ο ένας στο αγώνισμα του μονόζυγου και ο άλλος στην αναρρίχηση επί κάλω. Η σημαντικότερη διάκρισή τους επιτεύχθηκε στη Μεσολυμπιάδα του 1906, στην Αθήνα, όπου η Ολυμπιακή Επιτροπή είχε προσκαλέσει τους δύο αθλητές του συλλόγου λόγω των εξαιρετικών εμφανίσεων και επιδόσεών τους σε προηγούμενες διοργανώσεις. Στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας, οι αδελφοί Αλιμπραντή κατέκτησαν δύο χρυσά μετάλλια μένοντας στην ιστορία του συλλόγου ως οι δύο πρώτοι ολυμπιονίκες του.
Την ίδια εποχή, εκτός από το τμήμα γυμναστικής ο σύλλογος ανέπτυξε σε σημαντικό βαθμό και τμήμα ελληνορωμαϊκής πάλης, με καθοδηγητή ένα από τα ιδρυτικά μέλη του, τον Μενέλαο Καροτσιέρη. Μάλιστα ο Καροτσιέρης από το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αργότερα αναδείχτηκε πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Πάλης.
Το 1922 ο σύλλογος μετονομάζεται σε «Αθλητικός Γυμναστικός Σύλλογος Τατάουλων», ενώ νέοι κοινοτικοί παράγοντες έρχονται να ενισχύσουν τις δραστηριότητες του συλλόγου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Γιασουμή Σκένδρη, ο οποίος με πρωτοβουλία του κατορθώνει να καθιερώσει ετήσιες αθλητικές επιδείξεις στο ανοικτό γήπεδο πίσω από το κτήριο του συλλόγου.
Τη δεκαετία του 1930, ο Διονύσης Σακαλάκης, απόφοιτος του Ροβερτείου Αμερικανικού Κολεγίου (Robert College), μαζί με άλλους αποφοίτους των Λυκείων της Πόλης, οργανώνει το Φιλολογικό Τμήμα του συλλόγου. Η λειτουργία του στηρίχτηκε εν πολλοίς στη δημιουργία μιας αξιόλογης βιβλιοθήκης.
Την ίδια περίοδο ο «Α.Γ.Σ. Ταταύλα» εντείνει τις δραστηριότητές του και στον αθλητικό τομέα. Ιδρύονται τμήματα μπάσκετ, βόλεϊ, ποδηλασίας, κλασικού αθλητισμού κ.ά. Από τις τάξεις των εν λόγω τμημάτων αναδείχτηκαν αξιόλογοι αθλητές, με διακρίσεις σε τοπικές και διεθνείς διοργανώσεις. Τη δεκαετία του 1960 ο σύλλογος μεταφέρθηκε στον ελλαδικό χώρο, στην Αθήνα, όπου και συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας τη δράση του.8
1. Για τα παραπάνω, βλ. σχετικά Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 274-275, 398· Μπόζη, Σ., Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου – Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 357.
2. Βλ. σχετικά Μπόζη, Σ., Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου – Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 358.
3. Μαμώνη, Κ., Μελετήματα από την Ιστορία, παιδεία και εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως (1437-1922) (Αθήνα 2001), σελ. 225· Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 274-275, 286-287, και Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 182.
4. Μαμώνη. Κ., Μελετήματα από την Ιστορία, παιδεία και εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως (1437-1922) (Αθήνα 2001), σελ. 71-73.
5. Μαμώνη, Κ., Μελετήματα από την Ιστορία, παιδεία και εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως (1437-1922) (Αθήνα 2001), σελ. 75.
6. Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 117-118.
7. Σχετικά με τον «Α.Σ. Πέραν», βλ. Μανιτάκης, Π., 100 χρόνια νεοελληνικού αθλητισμού 1830-1930 (Αθήνα 1962), σελ. 358-360.
8. Για τα παραπάνω, βλ. Αρσάνογλου, Λ., Ταταύλα. Εκατό χρόνια Αθλητισμός (Αθήνα 1997), σελ. 11, 13, 18, 21, 25, 26, 28-30.